μηρός

μηρός
-οῦ + N 2 17-14-3-5-2=41 Gn 24,2.9; 32,26(bis).32
thigh Gn 24,2
ἐν μηροῖς ὄρους on the flanks of the mountain Jgs 19,1; ἐπὶ μηρὸν θυσιαστηρίου by the side of the altar, beside the altar 2 Kgs 16,14; υἱοὶ ἐκπορευόμενοι ἐκ μηρῶν αὐτοῦ sons begotten of his loins, his offspring Jgs 8,30; τὸ χόριον αὐτῆς τὸ ἐξελθὸν διὰ τῶν μηρῶν αὐτῆς the after-birth that comes out between her thighs Dt 28,57
Cf. HARLÉ; 1999 240; →LSJ Suppl; LSJ RSuppl (Jgs 19,1)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μηρός ο — μηρός, ο το παχύτερο μέρος του ανθρώπινου ποδιού από το γόνατο ως τους γοφούς, το μπούτι: Χτύπησε στο μηρό πέφτοντας από το άλογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηρός — thigh masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

  • μήρος — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

  • μηροῖν — μηρός thigh masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροῖο — μηρός thigh masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροῖς — μηρός thigh masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροῖσι — μηρός thigh masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροῖσιν — μηρός thigh masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροί — μηρός thigh masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροῦ — μηρός thigh masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”